Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιτροπέω
περιτροπή
περίτροπος
περιτρόχαλα
περιτροχάω
περίτροχος
περιτρώγω
περιττάκις
περιττεύω
περιττολογίᾱ
περιττός
περιττότης
περίττωμα
περιτυγχάνω
περιυβρίζω
περιφαιδρῡ́νω
περιφαίνομαι
περιφάνεια
περιφανής
περίφαντος
περίφασις
View word page
περιττός
περιττόςAtt.adjseeπερισσός

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιττός
Headword (normalized):
περιττός
Headword (normalized/stripped):
περιττος
IDX:
32439
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32440
Key:
περιττός

Data

{'headword_display': '<b>περιττός</b>', 'content': '<XE><HG><HL>περιττός</HL><PS>Att.adj</PS></HG><XR>see<Ref>περισσός</Ref></XR> </XE>', 'key': 'περιττός'}