Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιτροπάδην
περιτροπέω
περιτροπή
περίτροπος
περιτρόχαλα
περιτροχάω
περίτροχος
περιτρώγω
περιττάκις
περιττεύω
περιττολογίᾱ
περιττός
περιττότης
περίττωμα
περιτυγχάνω
περιυβρίζω
περιφαιδρῡ́νω
περιφαίνομαι
περιφάνεια
περιφανής
περίφαντος
View word page
περιττολογίᾱ
περιττολογίᾱᾱςAtt.fλόγος excessive talkprolixityIsoc. discursiveness, detailed argumentationinvolved in certain subjects of studyIsoc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιττολογίᾱ
Headword (normalized):
περιττολογίᾱ
Headword (normalized/stripped):
περιττολογια
IDX:
32438
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32439
Key:
περιττολογίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>περιττολογίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>περιττολογίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>Att.f</PS><Ety><Ref>λόγος</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>excessive talk</Def><Tr>prolixity</Tr><Au>Isoc.</Au></nS1> <nS1><Tr>discursiveness, detailed argumentation<Expl>involved in certain subjects of study</Expl></Tr><Au>Isoc.</Au></nS1></NE>', 'key': 'περιττολογίᾱ'}