Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιτρομέομαι
περιτροπάδην
περιτροπέω
περιτροπή
περίτροπος
περιτρόχαλα
περιτροχάω
περίτροχος
περιτρώγω
περιττάκις
περιττεύω
περιττολογίᾱ
περιττός
περιττότης
περίττωμα
περιτυγχάνω
περιυβρίζω
περιφαιδρῡ́νω
περιφαίνομαι
περιφάνεια
περιφανής
View word page
περιττεύω
περιττεύωAtt.vbseeπερισσεύω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιττεύω
Headword (normalized):
περιττεύω
Headword (normalized/stripped):
περιττευω
IDX:
32437
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32438
Key:
περιττεύω

Data

{'headword_display': '<b>περιττεύω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>περιττεύω</HL><PS>Att.vb</PS></HG><XR>see<Ref>περισσεύω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'περιττεύω'}