Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περίτομος
περιτοξεύω
περιτορνεύω
περιτραχήλιον
περιτρέπω
περιτρέφω
περιτρέχω
περιτρέω
περιτριβής
περίτρῑμμα
περιτρομέομαι
περιτροπάδην
περιτροπέω
περιτροπή
περίτροπος
περιτρόχαλα
περιτροχάω
περίτροχος
περιτρώγω
περιττάκις
περιττεύω
View word page
περι-τρομέομαι
περι-τρομέομαιmid.contr.vb of fleshtremble all overw.dat.one's limbsOd.

ShortDef

quiver

Debugging

Headword:
περιτρομέομαι
Headword (normalized):
περιτρομέομαι
Headword (normalized/stripped):
περιτρομεομαι
IDX:
32427
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32428
Key:
περιτρομέομαι

Data

{'headword_display': '<b>περι-τρομέομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>περι-τρομέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of flesh</Indic><Tr>tremble all over</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>one's limbs<Au>Od.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>", 'key': 'περιτρομέομαι'}