Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιτομή
περίτομος
περιτοξεύω
περιτορνεύω
περιτραχήλιον
περιτρέπω
περιτρέφω
περιτρέχω
περιτρέω
περιτριβής
περίτρῑμμα
περιτρομέομαι
περιτροπάδην
περιτροπέω
περιτροπή
περίτροπος
περιτρόχαλα
περιτροχάω
περίτροχος
περιτρώγω
περιττάκις
View word page
περί-τρῑμμα
περί-τρῑμμαατοςnthat which is well wornfig., pejor.ref. to a personold handw.gen.at lawsuitsAr.smooth customerw.gen.in the agoraD.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περίτρῑμμα
Headword (normalized):
περίτρῑμμα
Headword (normalized/stripped):
περιτριμμα
IDX:
32426
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32427
Key:
περίτρῑμμα

Data

{'headword_display': '<b>περί-τρῑμμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>περί-τρῑμμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG><nS1><Def>that which is well worn</Def><nS2><Indic>fig., pejor.ref. to a person</Indic><Tr>old hand<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>at lawsuits</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></nS2><nS2><Tr>smooth customer<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>in the agora</Expl></Tr><Au>D.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'περίτρῑμμα'}