Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιτμήματα
περιτομή
περίτομος
περιτοξεύω
περιτορνεύω
περιτραχήλιον
περιτρέπω
περιτρέφω
περιτρέχω
περιτρέω
περιτριβής
περίτρῑμμα
περιτρομέομαι
περιτροπάδην
περιτροπέω
περιτροπή
περίτροπος
περιτρόχαλα
περιτροχάω
περίτροχος
περιτρώγω
View word page
περι-τριβής
περι-τριβήςέςadjτρῑ́βω of a workman's handsthoroughly wornAR.

ShortDef

worn all round by use

Debugging

Headword:
περιτριβής
Headword (normalized):
περιτριβής
Headword (normalized/stripped):
περιτριβης
IDX:
32425
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32426
Key:
περιτριβής

Data

{'headword_display': '<b>περι-τριβής</b>', 'content': "<AE><HG><HL>περι-τριβής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τρῑ́βω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a workman's hands</Indic><Tr>thoroughly worn</Tr><Au>AR.</Au></aS1></AE>", 'key': 'περιτριβής'}