Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιτίθημι
περιτίλλω
περιτῑμήεις
περίτῑμος
περιτίω
περιτμήματα
περιτομή
περίτομος
περιτοξεύω
περιτορνεύω
περιτραχήλιον
περιτρέπω
περιτρέφω
περιτρέχω
περιτρέω
περιτριβής
περίτρῑμμα
περιτρομέομαι
περιτροπάδην
περιτροπέω
περιτροπή
View word page
περι-τραχήλιον
περι-τραχήλιονουndimin.τράχηλος piece of protective armour for the throatgorgetPlu.

ShortDef

neck piece

Debugging

Headword:
περιτραχήλιον
Headword (normalized):
περιτραχήλιον
Headword (normalized/stripped):
περιτραχηλιον
IDX:
32420
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32421
Key:
περιτραχήλιον

Data

{'headword_display': '<b>περι-τραχήλιον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>περι-τραχήλιον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety>dimin.<Ref>τράχηλος</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>piece of protective armour for the throat</Def><Tr>gorget</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'περιτραχήλιον'}