Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιτέχνησις
περιτήκω
περιτίθημι
περιτίλλω
περιτῑμήεις
περίτῑμος
περιτίω
περιτμήματα
περιτομή
περίτομος
περιτοξεύω
περιτορνεύω
περιτραχήλιον
περιτρέπω
περιτρέφω
περιτρέχω
περιτρέω
περιτριβής
περίτρῑμμα
περιτρομέομαι
περιτροπάδην
View word page
περιτοξεύω
περιτοξεύωvbseeὑπερτοξεύω

ShortDef

to overshoot, outshoot

Debugging

Headword:
περιτοξεύω
Headword (normalized):
περιτοξεύω
Headword (normalized/stripped):
περιτοξευω
IDX:
32418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32419
Key:
περιτοξεύω

Data

{'headword_display': '<b>περιτοξεύω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>περιτοξεύω</HL><PS>vb</PS></HG><XR>see<Ref>ὑπερτοξεύω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'περιτοξεύω'}