Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιτέμνω
περιτέχνησις
περιτήκω
περιτίθημι
περιτίλλω
περιτῑμήεις
περίτῑμος
περιτίω
περιτμήματα
περιτομή
περίτομος
περιτοξεύω
περιτορνεύω
περιτραχήλιον
περιτρέπω
περιτρέφω
περιτρέχω
περιτρέω
περιτριβής
περίτρῑμμα
περιτρομέομαι
View word page
περίτομος
περίτομοςονadj of a hillcut off all roundisolatedPlb.

ShortDef

cut off all round, abrupt, steep

Debugging

Headword:
περίτομος
Headword (normalized):
περίτομος
Headword (normalized/stripped):
περιτομος
IDX:
32417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32418
Key:
περίτομος

Data

{'headword_display': '<b>περίτομος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>περίτομος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a hill</Indic><Def>cut off all round</Def><Tr>isolated</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'περίτομος'}