Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιτέλλομαι
περιτέμνω
περιτέχνησις
περιτήκω
περιτίθημι
περιτίλλω
περιτῑμήεις
περίτῑμος
περιτίω
περιτμήματα
περιτομή
περίτομος
περιτοξεύω
περιτορνεύω
περιτραχήλιον
περιτρέπω
περιτρέφω
περιτρέχω
περιτρέω
περιτριβής
περίτρῑμμα
View word page
περιτομή
περιτομήῆςf circumcisionNT.

ShortDef

circumcision

Debugging

Headword:
περιτομή
Headword (normalized):
περιτομή
Headword (normalized/stripped):
περιτομη
IDX:
32416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32417
Key:
περιτομή

Data

{'headword_display': '<b>περιτομή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>περιτομή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>circumcision</Tr><Au>NT.</Au></nS1></NE>', 'key': 'περιτομή'}