Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιτάμνω
περιταφρεύω
περιτείνω
περιτειχίζω
περιτείχισις
περιτείχισμα
περιτειχισμός
περιτελέομαι
περιτέλλομαι
περιτέμνω
περιτέχνησις
περιτήκω
περιτίθημι
περιτίλλω
περιτῑμήεις
περίτῑμος
περιτίω
περιτμήματα
περιτομή
περίτομος
περιτοξεύω
View word page
περι-τέχνησις
περι-τέχνησιςεωςfτεχνάομαι extreme ingenuityw.gen.of military enterprisesTh.

ShortDef

extraordinary art

Debugging

Headword:
περιτέχνησις
Headword (normalized):
περιτέχνησις
Headword (normalized/stripped):
περιτεχνησις
IDX:
32408
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32409
Key:
περιτέχνησις

Data

{'headword_display': '<b>περι-τέχνησις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>περι-τέχνησις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>τεχνάομαι</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>extreme ingenuity<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of military enterprises</Expl></Tr><Au>Th.</Au></nS1></NE>', 'key': 'περιτέχνησις'}