Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περισχοινίζομαι
περισχόμην
περισῴζω
περισωρεύω
περιτάμνω
περιταφρεύω
περιτείνω
περιτειχίζω
περιτείχισις
περιτείχισμα
περιτειχισμός
περιτελέομαι
περιτέλλομαι
περιτέμνω
περιτέχνησις
περιτήκω
περιτίθημι
περιτίλλω
περιτῑμήεις
περίτῑμος
περιτίω
View word page
περιτειχισμός
περιτειχισμόςοῦm blockade, circumvallationTh. Plu.

ShortDef

building a wall around

Debugging

Headword:
περιτειχισμός
Headword (normalized):
περιτειχισμός
Headword (normalized/stripped):
περιτειχισμος
IDX:
32404
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32405
Key:
περιτειχισμός

Data

{'headword_display': '<b>περιτειχισμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>περιτειχισμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>blockade, circumvallation</Tr><Au>Th. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'περιτειχισμός'}