Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περισχεῖν
περισχίζω
περισχοινίζομαι
περισχόμην
περισῴζω
περισωρεύω
περιτάμνω
περιταφρεύω
περιτείνω
περιτειχίζω
περιτείχισις
περιτείχισμα
περιτειχισμός
περιτελέομαι
περιτέλλομαι
περιτέμνω
περιτέχνησις
περιτήκω
περιτίθημι
περιτίλλω
περιτῑμήεις
View word page
περιτείχισις
περιτείχισιςεωςf blockade, circumvallationTh.

ShortDef

circumvallation

Debugging

Headword:
περιτείχισις
Headword (normalized):
περιτείχισις
Headword (normalized/stripped):
περιτειχισις
IDX:
32402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32403
Key:
περιτείχισις

Data

{'headword_display': '<b>περιτείχισις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>περιτείχισις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>blockade, circumvallation</Tr><Au>Th.</Au></nS1></NE>', 'key': 'περιτείχισις'}