Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιστρέφω
περιστροφή
περιστρωφάομαι
περίστῡλος
περισῡλάομαι
περισῡ́ρω
περισφαλής
περισφύριον
περισχεῖν
περισχίζω
περισχοινίζομαι
περισχόμην
περισῴζω
περισωρεύω
περιτάμνω
περιταφρεύω
περιτείνω
περιτειχίζω
περιτείχισις
περιτείχισμα
περιτειχισμός
View word page
περι-σχοινίζομαι
περι-σχοινίζομαιmid.vbσχοῖνος of the council of the Areopagus, when in private session rope oneself offD.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περισχοινίζομαι
Headword (normalized):
περισχοινίζομαι
Headword (normalized/stripped):
περισχοινιζομαι
IDX:
32394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32395
Key:
περισχοινίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>περι-σχοινίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>περι-σχοινίζομαι</HL><PS>mid.vb</PS><Ety><Ref>σχοῖνος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of the council of the Areopagus, when in private session</Indic> <Tr>rope oneself off</Tr><Au>D.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'περισχοινίζομαι'}