Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιστοιχίζομαι
περίστοιχος
περιστόμιον
περιστοναχίζομαι
περιστρατοπεδεύω
περιστρέφω
περιστροφή
περιστρωφάομαι
περίστῡλος
περισῡλάομαι
περισῡ́ρω
περισφαλής
περισφύριον
περισχεῖν
περισχίζω
περισχοινίζομαι
περισχόμην
περισῴζω
περισωρεύω
περιτάμνω
περιταφρεύω
View word page
περι-σῡ́ρω
περι-σῡ́ρωvbfut.inf.
περισυρεῖν
carry off booty or sim.sts. w.gen.fr. someonePlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περισῡ́ρω
Headword (normalized):
περισῡ́ρω
Headword (normalized/stripped):
περισυρω
IDX:
32389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32390
Key:
περισῡ́ρω

Data

{'headword_display': '<b>περι-σῡ́ρω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>περι-σῡ́ρω</HL><PS>vb</PS><FG><Tns><Lbl>fut.inf.</Lbl><Form>περισυρεῖν</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Tr>carry off</Tr> <Obj>booty or sim.<Expl>sts. <GLbl>w.gen.</GLbl>fr. someone</Expl><Au>Plb.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'περισῡ́ρω'}