Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀκρῑβολογέομαι
ἀκρῑβολογίᾱ
ἀκρῑβόω
ἀκριδοθήρᾱ
ἄκριες
ἀκρίς
ἀκρισίᾱ
ἀκριτόμῡθος
ἄκριτος
ἀκριτόφυλλος
ἀκριτόφυρτος
ἀκρόᾱμα
ἀκροάομαι
ἀκρόᾱσις
ἀκροᾱτήριον
ἀκροᾱτής
ἀκροᾱτικός
ἀκροβολίζομαι
ἀκροβόλισις
ἀκροβολισμός
ἀκροβολιστής
View word page
ἀκριτό-φυρτος
ἀκριτό-φυρτοςονadjφῡ́ρω of thingsrandomly muddled togetherA.

ShortDef

undistinguishably mixed

Debugging

Headword:
ἀκριτόφυρτος
Headword (normalized):
ἀκριτόφυρτος
Headword (normalized/stripped):
ακριτοφυρτος
IDX:
3238
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3239
Key:
ἀκριτόφυρτος

Data

{'headword_display': '<b>ἀκριτό-φυρτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀκριτό-φυρτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φῡ́ρω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of things</Indic><Tr>randomly muddled together</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀκριτόφυρτος'}