Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιστίζω
περιστιχίζω
περιστοιχίζομαι
περίστοιχος
περιστόμιον
περιστοναχίζομαι
περιστρατοπεδεύω
περιστρέφω
περιστροφή
περιστρωφάομαι
περίστῡλος
περισῡλάομαι
περισῡ́ρω
περισφαλής
περισφύριον
περισχεῖν
περισχίζω
περισχοινίζομαι
περισχόμην
περισῴζω
περισωρεύω
View word page
περί-στῡλος
περί-στῡλοςονadjστῦλος of a courtyard, a buildingsurrounded with pillarscolonnadedHdt. E. Plb. neut.sb.or perh. masc.colonnadePlb. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περίστῡλος
Headword (normalized):
περίστῡλος
Headword (normalized/stripped):
περιστυλος
IDX:
32387
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32388
Key:
περίστῡλος

Data

{'headword_display': '<b>περί-στῡλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>περί-στῡλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>στῦλος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a courtyard, a building</Indic><Def>surrounded with pillars</Def><Tr>colonnaded</Tr><Au>Hdt. E. Plb.</Au></aS1> <aS1><SGrm><GLbl>neut.sb.<Expl>or perh. <GLbl>masc.</GLbl></Expl></GLbl><Def>colonnade</Def><Au>Plb. Plu.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'περίστῡλος'}