Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιστεναχέω
περιστένω
περίστεπτος
περιστερᾱ́
περιστερεών
περιστεφανόω
περιστεφής
περιστέφω
περιστίζω
περιστιχίζω
περιστοιχίζομαι
περίστοιχος
περιστόμιον
περιστοναχίζομαι
περιστρατοπεδεύω
περιστρέφω
περιστροφή
περιστρωφάομαι
περίστῡλος
περισῡλάομαι
περισῡ́ρω
View word page
περι-στοιχίζομαι
περι-στοιχίζομαιmid.vb set in a row aroundfig.cast a net around, ensnaresomeoneD.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιστοιχίζομαι
Headword (normalized):
περιστοιχίζομαι
Headword (normalized/stripped):
περιστοιχιζομαι
IDX:
32379
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32380
Key:
περιστοιχίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>περι-στοιχίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>περι-στοιχίζομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Def>set in a row around</Def><vS2><Indic>fig.</Indic><Tr>cast a net around, ensnare</Tr><Obj>someone<Au>D.</Au></Obj></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'περιστοιχίζομαι'}