Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀκρῑβοδίκαιος
ἀκρῑβολογέομαι
ἀκρῑβολογίᾱ
ἀκρῑβόω
ἀκριδοθήρᾱ
ἄκριες
ἀκρίς
ἀκρισίᾱ
ἀκριτόμῡθος
ἄκριτος
ἀκριτόφυλλος
ἀκριτόφυρτος
ἀκρόᾱμα
ἀκροάομαι
ἀκρόᾱσις
ἀκροᾱτήριον
ἀκροᾱτής
ἀκροᾱτικός
ἀκροβολίζομαι
ἀκροβόλισις
ἀκροβολισμός
View word page
ἀκριτό-φυλλος
ἀκριτό-φυλλοςονadjφύλλον of a mountainwith a confused mass of foliageIl.

ShortDef

of undistinguishable

Debugging

Headword:
ἀκριτόφυλλος
Headword (normalized):
ἀκριτόφυλλος
Headword (normalized/stripped):
ακριτοφυλλος
IDX:
3237
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3238
Key:
ἀκριτόφυλλος

Data

{'headword_display': '<b>ἀκριτό-φυλλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀκριτό-φυλλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φύλλον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a mountain</Indic><Tr>with a confused mass of foliage</Tr><Au>Il.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀκριτόφυλλος'}