Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περισταυρόω
περιστείχω
περιστέλλω
περιστενάζομαι
περιστεναχέω
περιστένω
περίστεπτος
περιστερᾱ́
περιστερεών
περιστεφανόω
περιστεφής
περιστέφω
περιστίζω
περιστιχίζω
περιστοιχίζομαι
περίστοιχος
περιστόμιον
περιστοναχίζομαι
περιστρατοπεδεύω
περιστρέφω
περιστροφή
View word page
περιστεφής
περιστεφήςέςadjπεριστέφω of a tombgarlanded, crownedw.gen.w. flowersS.of a regionencircledw.dat.by mountainsPlu.of ivyencirclingsomeoneE.

ShortDef

wreathed, crowned

Debugging

Headword:
περιστεφής
Headword (normalized):
περιστεφής
Headword (normalized/stripped):
περιστεφης
IDX:
32375
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32376
Key:
περιστεφής

Data

{'headword_display': '<b>περιστεφής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>περιστεφής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>περιστέφω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a tomb</Indic><Tr>garlanded, crowned<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>w. flowers</Expl></Tr><Au>S.</Au><aS2><Indic>of a region</Indic><Tr>encircled<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>by mountains</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></aS2></aS1><aS1><Indic>of ivy</Indic><Tr>encircling<Expl>someone</Expl></Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'περιστεφής'}