Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περίστασις
περίστατος
περισταυρόω
περιστείχω
περιστέλλω
περιστενάζομαι
περιστεναχέω
περιστένω
περίστεπτος
περιστερᾱ́
περιστερεών
περιστεφανόω
περιστεφής
περιστέφω
περιστίζω
περιστιχίζω
περιστοιχίζομαι
περίστοιχος
περιστόμιον
περιστοναχίζομαι
περιστρατοπεδεύω
View word page
περιστερεών
περιστερεώνῶνοςm dovecoteaviaryPl.

ShortDef

a dovecote

Debugging

Headword:
περιστερεών
Headword (normalized):
περιστερεών
Headword (normalized/stripped):
περιστερεων
IDX:
32373
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32374
Key:
περιστερεών

Data

{'headword_display': '<b>περιστερεών</b>', 'content': '<NE><HG><HL>περιστερεών</HL><Infl>ῶνος</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>dovecote<or/>aviary</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'περιστερεών'}