Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περισταδόν
περιστάθη
περίστασις
περίστατος
περισταυρόω
περιστείχω
περιστέλλω
περιστενάζομαι
περιστεναχέω
περιστένω
περίστεπτος
περιστερᾱ́
περιστερεών
περιστεφανόω
περιστεφής
περιστέφω
περιστίζω
περιστιχίζω
περιστοιχίζομαι
περίστοιχος
περιστόμιον
View word page
περίστεπτος
περίστεπτοςονadjπεριστέφω of an honoured guestcrownedw.dat.w. ribbons and garlandsEmp.

ShortDef

crowned, wreathed

Debugging

Headword:
περίστεπτος
Headword (normalized):
περίστεπτος
Headword (normalized/stripped):
περιστεπτος
IDX:
32371
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32372
Key:
περίστεπτος

Data

{'headword_display': '<b>περίστεπτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>περίστεπτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>περιστέφω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of an honoured guest</Indic><Tr>crowned<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. ribbons and garlands</Expl></Tr><Au>Emp.</Au></aS1></AE>', 'key': 'περίστεπτος'}