Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περισσαίνω
περισσείομαι
περίσσευμα
περισσεύω
περισσός
περισσόφρων
περίσσωμα
περισταδόν
περιστάθη
περίστασις
περίστατος
περισταυρόω
περιστείχω
περιστέλλω
περιστενάζομαι
περιστεναχέω
περιστένω
περίστεπτος
περιστερᾱ́
περιστερεών
περιστεφανόω
View word page
περίστατος
περίστατοςονadj of a person, a conjuring showsurrounded, throngedw. ὑπό + gen.by peopleIsoc.

ShortDef

surrounded and admired by the crowd

Debugging

Headword:
περίστατος
Headword (normalized):
περίστατος
Headword (normalized/stripped):
περιστατος
IDX:
32364
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32365
Key:
περίστατος

Data

{'headword_display': '<b>περίστατος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>περίστατος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a person, a conjuring show</Indic><Tr>surrounded, thronged<Expl><GLbl>w. <Ref>ὑπό</Ref> + gen.</GLbl>by people</Expl></Tr><Au>Isoc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'περίστατος'}