Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περισπογγίζω
περισπούδαστος
περισσαίνω
περισσείομαι
περίσσευμα
περισσεύω
περισσός
περισσόφρων
περίσσωμα
περισταδόν
περιστάθη
περίστασις
περίστατος
περισταυρόω
περιστείχω
περιστέλλω
περιστενάζομαι
περιστεναχέω
περιστένω
περίστεπτος
περιστερᾱ́
View word page
περιστάθη
περιστάθηep.3sg.aor.pass.seeπεριίσταμαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιστάθη
Headword (normalized):
περιστάθη
Headword (normalized/stripped):
περισταθη
IDX:
32362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32363
Key:
περιστάθη

Data

{'headword_display': '<b>περιστάθη</b>', 'content': '<XE><RefFm>περιστάθη<LblR>ep.3sg.aor.pass.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>περιίσταμαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'περιστάθη'}