Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περισπέρχομαι
περίσπλαγχνος
περισπογγίζω
περισπούδαστος
περισσαίνω
περισσείομαι
περίσσευμα
περισσεύω
περισσός
περισσόφρων
περίσσωμα
περισταδόν
περιστάθη
περίστασις
περίστατος
περισταυρόω
περιστείχω
περιστέλλω
περιστενάζομαι
περιστεναχέω
περιστένω
View word page
περίσσωμα
περίσσωμα
Att.περίττωμα
ατοςn
unwanted excesswaste, excrementof a bird, a personArist. Plu.fig., ref. to undesirable elements in a cityPlu.

ShortDef

that which is over and above

Debugging

Headword:
περίσσωμα
Headword (normalized):
περίσσωμα
Headword (normalized/stripped):
περισσωμα
IDX:
32360
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32361
Key:
περίσσωμα

Data

{'headword_display': '<b>περίσσωμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>περίσσωμα</HL><DL><Lbl>Att.</Lbl><FmHL>περίττωμα</FmHL></DL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Def>unwanted excess</Def><nS2><Tr>waste, excrement<Expl>of a bird, a person</Expl></Tr><Au>Arist. Plu.</Au></nS2><nS2><Indic>fig., ref. to undesirable elements in a city</Indic><Au>Plu.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'περίσσωμα'}