Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περισπάω
περισπεῖν
περισπειράω
περισπερχής
περισπέρχομαι
περίσπλαγχνος
περισπογγίζω
περισπούδαστος
περισσαίνω
περισσείομαι
περίσσευμα
περισσεύω
περισσός
περισσόφρων
περίσσωμα
περισταδόν
περιστάθη
περίστασις
περίστατος
περισταυρόω
περιστείχω
View word page
περίσσευμα
περίσσευμαατοςnπερισσεύω remainderof sthg.NT. abundance, plentyNT.

ShortDef

that which remains over, abundance

Debugging

Headword:
περίσσευμα
Headword (normalized):
περίσσευμα
Headword (normalized/stripped):
περισσευμα
IDX:
32356
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32357
Key:
περίσσευμα

Data

{'headword_display': '<b>περίσσευμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>περίσσευμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>περισσεύω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>remainder<Expl>of sthg.</Expl></Tr><Au>NT.</Au></nS1> <nS1><Tr>abundance, plenty</Tr><Au>NT.</Au></nS1></NE>', 'key': 'περίσσευμα'}