Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περισκυλακισμός
περισοβέω
περισοφίζομαι
περισπασμός
περισπάω
περισπεῖν
περισπειράω
περισπερχής
περισπέρχομαι
περίσπλαγχνος
περισπογγίζω
περισπούδαστος
περισσαίνω
περισσείομαι
περίσσευμα
περισσεύω
περισσός
περισσόφρων
περίσσωμα
περισταδόν
περιστάθη
View word page
περι-σπογγίζω
περι-σπογγίζωvb sponge all overa wounded manThphr.

ShortDef

to sponge all round

Debugging

Headword:
περισπογγίζω
Headword (normalized):
περισπογγίζω
Headword (normalized/stripped):
περισπογγιζω
IDX:
32352
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32353
Key:
περισπογγίζω

Data

{'headword_display': '<b>περι-σπογγίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>περι-σπογγίζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>sponge all over</Tr><Obj>a wounded man<Au>Thphr.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'περισπογγίζω'}