Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περισκοπέω
περισκυλακισμός
περισοβέω
περισοφίζομαι
περισπασμός
περισπάω
περισπεῖν
περισπειράω
περισπερχής
περισπέρχομαι
περίσπλαγχνος
περισπογγίζω
περισπούδαστος
περισσαίνω
περισσείομαι
περίσσευμα
περισσεύω
περισσός
περισσόφρων
περίσσωμα
περισταδόν
View word page
περί-σπλαγχνος
περί-σπλαγχνοςονadjσπλάγχνον of a persongreat-heartedTheoc.

ShortDef

great-hearted

Debugging

Headword:
περίσπλαγχνος
Headword (normalized):
περίσπλαγχνος
Headword (normalized/stripped):
περισπλαγχνος
IDX:
32351
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32352
Key:
περίσπλαγχνος

Data

{'headword_display': '<b>περί-σπλαγχνος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>περί-σπλαγχνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σπλάγχνον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>great-hearted</Tr><Au>Theoc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'περίσπλαγχνος'}