Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περισκιάζομαι
περισκοπέω
περισκυλακισμός
περισοβέω
περισοφίζομαι
περισπασμός
περισπάω
περισπεῖν
περισπειράω
περισπερχής
περισπέρχομαι
περίσπλαγχνος
περισπογγίζω
περισπούδαστος
περισσαίνω
περισσείομαι
περίσσευμα
περισσεύω
περισσός
περισσόφρων
περίσσωμα
View word page
περι-σπέρχομαι
περι-σπέρχομαιpass.vbaor.ptcpl.
περισπερχθείς
be made very angry, be incensedw.dat.by a decisionHdt.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περισπέρχομαι
Headword (normalized):
περισπέρχομαι
Headword (normalized/stripped):
περισπερχομαι
IDX:
32350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32351
Key:
περισπέρχομαι

Data

{'headword_display': '<b>περι-σπέρχομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>περι-σπέρχομαι</HL><PS>pass.vb</PS><FG><Tns><Lbl>aor.ptcpl.</Lbl><Form>περισπερχθείς</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Tr>be made very angry, be incensed</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>by a decision<Au>Hdt.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'περισπέρχομαι'}