Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
περίσκεπτος
περισκέπω
περισκηνόω
περισκιάζομαι
περισκοπέω
περισκυλακισμός
περισοβέω
περισοφίζομαι
περισπασμός
περισπάω
περισπεῖν
περισπειράω
περισπερχής
περισπέρχομαι
περίσπλαγχνος
περισπογγίζω
περισπούδαστος
περισσαίνω
περισσείομαι
περίσσευμα
περισσεύω
View word page
περισπεῖν
περισπεῖν
aor.2 inf.
see
περιέπω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
περισπεῖν
Headword (normalized):
περισπεῖν
Headword (normalized/stripped):
περισπειν
IDX:
32347
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32348
Key:
περισπεῖν
Data
{'headword_display': '<b>περισπεῖν</b>', 'content': '<XE><RefFm>περισπεῖν<LblR>aor.2 inf.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>περιέπω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'περισπεῖν'}