Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περισκελής
περισκεπής
περισκέπτομαι
περίσκεπτος
περισκέπω
περισκηνόω
περισκιάζομαι
περισκοπέω
περισκυλακισμός
περισοβέω
περισοφίζομαι
περισπασμός
περισπάω
περισπεῖν
περισπειράω
περισπερχής
περισπέρχομαι
περίσπλαγχνος
περισπογγίζω
περισπούδαστος
περισσαίνω
View word page
περι-σοφίζομαι
περι-σοφίζομαιmid.vb outdo in clevernesshoodwinksomeoneAr.

ShortDef

to overreach, cheat

Debugging

Headword:
περισοφίζομαι
Headword (normalized):
περισοφίζομαι
Headword (normalized/stripped):
περισοφιζομαι
IDX:
32344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32345
Key:
περισοφίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>περι-σοφίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>περι-σοφίζομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Def>outdo in cleverness</Def><Tr>hoodwink</Tr><Obj>someone<Au>Ar.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'περισοφίζομαι'}