Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιρρώξ
περίσᾱμος
περισάττω
περίσεμνος
περίσεπτος
περισθενέω
περισθενής
περισκελής
περισκεπής
περισκέπτομαι
περίσκεπτος
περισκέπω
περισκηνόω
περισκιάζομαι
περισκοπέω
περισκυλακισμός
περισοβέω
περισοφίζομαι
περισπασμός
περισπάω
περισπεῖν
View word page
περίσκεπτος
περίσκεπτοςονadj of a farm, a bedroomvisible from all roundOd.or perh. with a view all round

ShortDef

to be seen on all sides, far-seen, conspicuous

Debugging

Headword:
περίσκεπτος
Headword (normalized):
περίσκεπτος
Headword (normalized/stripped):
περισκεπτος
IDX:
32337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32338
Key:
περίσκεπτος

Data

{'headword_display': '<b>περίσκεπτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>περίσκεπτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a farm, a bedroom</Indic><Tr>visible from all round</Tr><Au>Od.</Au><Extra>or perh. <ital>with a view all round</ital></Extra></aS1></AE>', 'key': 'περίσκεπτος'}