Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περίρρυτος
περιρρώξ
περίσᾱμος
περισάττω
περίσεμνος
περίσεπτος
περισθενέω
περισθενής
περισκελής
περισκεπής
περισκέπτομαι
περίσκεπτος
περισκέπω
περισκηνόω
περισκιάζομαι
περισκοπέω
περισκυλακισμός
περισοβέω
περισοφίζομαι
περισπασμός
περισπάω
View word page
περι-σκέπτομαι
περι-σκέπτομαιmid.vbaor.
περιεσκεψάμην
consider carefullyw.indir.q.whether sthg. is the caseHdt. Pl. Plu.w.acc.a situationPlb. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περισκέπτομαι
Headword (normalized):
περισκέπτομαι
Headword (normalized/stripped):
περισκεπτομαι
IDX:
32336
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32337
Key:
περισκέπτομαι

Data

{'headword_display': '<b>περι-σκέπτομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>περι-σκέπτομαι</HL><PS>mid.vb</PS><FG><Tns><Lbl>aor.</Lbl><Form>περιεσκεψάμην</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Tr>consider carefully</Tr><Cmpl><GLbl>w.indir.q.</GLbl>whether sthg. is the case<Au>Hdt. Pl. Plu.</Au></Cmpl><Obj><GLbl>w.acc.</GLbl>a situation<Au>Plb. Plu.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'περισκέπτομαι'}