Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περίρροος
περίρρυτος
περιρρώξ
περίσᾱμος
περισάττω
περίσεμνος
περίσεπτος
περισθενέω
περισθενής
περισκελής
περισκεπής
περισκέπτομαι
περίσκεπτος
περισκέπω
περισκηνόω
περισκιάζομαι
περισκοπέω
περισκυλακισμός
περισοβέω
περισοφίζομαι
περισπασμός
View word page
περι-σκεπής
περι-σκεπήςέςadjσκέπας of a mountainsheltered all roundw.dat.w. bushesCall. of towersgiving shelter all roundan islandCall.

ShortDef

covered all around; covering all around

Debugging

Headword:
περισκεπής
Headword (normalized):
περισκεπής
Headword (normalized/stripped):
περισκεπης
IDX:
32335
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32336
Key:
περισκεπής

Data

{'headword_display': '<b>περι-σκεπής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>περι-σκεπής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σκέπας</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a mountain</Indic><Tr>sheltered all round<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. bushes</Expl></Tr><Au>Call.</Au></aS1> <aS1><Indic>of towers</Indic><Tr>giving shelter all round<Expl>an island</Expl></Tr><Au>Call.</Au></aS1></AE>', 'key': 'περισκεπής'}