Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιρρομβέω
περίρροος
περίρρυτος
περιρρώξ
περίσᾱμος
περισάττω
περίσεμνος
περίσεπτος
περισθενέω
περισθενής
περισκελής
περισκεπής
περισκέπτομαι
περίσκεπτος
περισκέπω
περισκηνόω
περισκιάζομαι
περισκοπέω
περισκυλακισμός
περισοβέω
περισοφίζομαι
View word page
περι-σκελής
περι-σκελήςέςadjσκέλλω of ironvery hardS.fig., of a person's willunyielding, resoluteS.

ShortDef

dry and hard all round, exceeding hard
round the leg

Debugging

Headword:
περισκελής
Headword (normalized):
περισκελής
Headword (normalized/stripped):
περισκελης
IDX:
32334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32335
Key:
περισκελής

Data

{'headword_display': '<b>περι-σκελής</b>', 'content': "<AE><HG><HL>περι-σκελής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σκέλλω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of iron</Indic><Tr>very hard</Tr><Au>S.</Au></aS1><aS1><Indic>fig., of a person's will</Indic><Tr>unyielding, resolute</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>", 'key': 'περισκελής'}