Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιρραίνω
περίρρανσις
περιρραντήριον
περιρρέω
περιρρήγνῡμι
περιρρήδης
περιρροή
περιρρομβέω
περίρροος
περίρρυτος
περιρρώξ
περίσᾱμος
περισάττω
περίσεμνος
περίσεπτος
περισθενέω
περισθενής
περισκελής
περισκεπής
περισκέπτομαι
περίσκεπτος
View word page
περιρρώξ
περιρρώξῶγοςmasc.fem.adjπεριρρήγνῡμι of a crag, serving as a fortressbroken off all roundprecipitousPlb.

ShortDef

broken off all round, abrupt

Debugging

Headword:
περιρρώξ
Headword (normalized):
περιρρώξ
Headword (normalized/stripped):
περιρρωξ
IDX:
32327
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32328
Key:
περιρρώξ

Data

{'headword_display': '<b>περιρρώξ</b>', 'content': '<AE><HG><HL>περιρρώξ</HL><Infl>ῶγος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS><Ety><Ref>περιρρήγνῡμι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a crag, serving as a fortress</Indic><Def>broken off all round</Def><Tr>precipitous</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'περιρρώξ'}