Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιπρό
περιπροχέομαι
περιπταίω
περιπτίσσω
περίπτυγμα
περίπτυξις
περιπτύσσω
περιπτυχαί
περιπτυχής
περίπτωμα
περίπυστος
περιρραίνω
περίρρανσις
περιρραντήριον
περιρρέω
περιρρήγνῡμι
περιρρήδης
περιρροή
περιρρομβέω
περίρροος
περίρρυτος
View word page
περί-πυστος
περί-πυστοςονadjπυνθάνομαι of a person's behaviourfullywidely knownw.dat.to peopleAR.

ShortDef

known all round about

Debugging

Headword:
περίπυστος
Headword (normalized):
περίπυστος
Headword (normalized/stripped):
περιπυστος
IDX:
32316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32317
Key:
περίπυστος

Data

{'headword_display': '<b>περί-πυστος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>περί-πυστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πυνθάνομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person's behaviour</Indic><Tr>fully<or/>widely known<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>to people</Expl></Tr><Au>AR.</Au></aS1></AE>", 'key': 'περίπυστος'}