Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιπόρφυρος
περιποτάομαι
περιπρό
περιπροχέομαι
περιπταίω
περιπτίσσω
περίπτυγμα
περίπτυξις
περιπτύσσω
περιπτυχαί
περιπτυχής
περίπτωμα
περίπυστος
περιρραίνω
περίρρανσις
περιρραντήριον
περιρρέω
περιρρήγνῡμι
περιρρήδης
περιρροή
περιρρομβέω
View word page
περιπτυχής
περιπτυχήςέςadjof a shroudenfoldinga corpseS. of a person committing suicidewrapped aroundimpaled onw.dat.his swordS.

ShortDef

folded round

Debugging

Headword:
περιπτυχής
Headword (normalized):
περιπτυχής
Headword (normalized/stripped):
περιπτυχης
IDX:
32314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32315
Key:
περιπτυχής

Data

{'headword_display': '<b>περιπτυχής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>περιπτυχής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a shroud</Indic><Tr>enfolding<Expl>a corpse</Expl></Tr><Au>S.</Au></aS1> <aS1><Indic>of a person committing suicide</Indic><Def>wrapped around</Def><Tr>impaled on<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>his sword</Expl></Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'περιπτυχής'}