Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περίπολοι
περιπόνηρος
περιπορεύομαι
περιπόρφυρος
περιποτάομαι
περιπρό
περιπροχέομαι
περιπταίω
περιπτίσσω
περίπτυγμα
περίπτυξις
περιπτύσσω
περιπτυχαί
περιπτυχής
περίπτωμα
περίπυστος
περιρραίνω
περίρρανσις
περιρραντήριον
περιρρέω
περιρρήγνῡμι
View word page
περίπτυξις
περίπτυξιςεωςf embracingw.gen.of a corpsePlu.

ShortDef

an embracing

Debugging

Headword:
περίπτυξις
Headword (normalized):
περίπτυξις
Headword (normalized/stripped):
περιπτυξις
IDX:
32311
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32312
Key:
περίπτυξις

Data

{'headword_display': '<b>περίπτυξις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>περίπτυξις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>embracing<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of a corpse</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'περίπτυξις'}