Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιπολλόν
περίπολοι
περιπόνηρος
περιπορεύομαι
περιπόρφυρος
περιποτάομαι
περιπρό
περιπροχέομαι
περιπταίω
περιπτίσσω
περίπτυγμα
περίπτυξις
περιπτύσσω
περιπτυχαί
περιπτυχής
περίπτωμα
περίπυστος
περιρραίνω
περίρρανσις
περιρραντήριον
περιρρέω
View word page
περίπτυγμα
περίπτυγμαατοςnπεριπτύσσω that which is folded aroundcoveringof a cradleE.

ShortDef

anything folded round, a covering

Debugging

Headword:
περίπτυγμα
Headword (normalized):
περίπτυγμα
Headword (normalized/stripped):
περιπτυγμα
IDX:
32310
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32311
Key:
περίπτυγμα

Data

{'headword_display': '<b>περίπτυγμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>περίπτυγμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>περιπτύσσω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>that which is folded around</Def><Tr>covering<Expl>of a cradle</Expl></Tr><Au>E.</Au></nS1></NE>', 'key': 'περίπτυγμα'}