Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιπόλαρχος
περιπολέω
περιπόλιον
περιπολλόν
περίπολοι
περιπόνηρος
περιπορεύομαι
περιπόρφυρος
περιποτάομαι
περιπρό
περιπροχέομαι
περιπταίω
περιπτίσσω
περίπτυγμα
περίπτυξις
περιπτύσσω
περιπτυχαί
περιπτυχής
περίπτωμα
περίπυστος
περιρραίνω
View word page
περι-προχέομαι
περι-προχέομαιpass.contr.vbaor.ptcpl.
περιπροχυθείς
of sexual passionbe poured forth aroundflood oversomeone's heartIl.

ShortDef

to be poured all round

Debugging

Headword:
περιπροχέομαι
Headword (normalized):
περιπροχέομαι
Headword (normalized/stripped):
περιπροχεομαι
IDX:
32307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32308
Key:
περιπροχέομαι

Data

{'headword_display': '<b>περι-προχέομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>περι-προχέομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS><FG><Tns><Lbl>aor.ptcpl.</Lbl><Form>περιπροχυθείς</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Indic>of sexual passion</Indic><Def>be poured forth around</Def><Tr>flood over<Expl>someone's heart</Expl></Tr><Au>Il.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'περιπροχέομαι'}