Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιποίκιλος
περιπόλαρχος
περιπολέω
περιπόλιον
περιπολλόν
περίπολοι
περιπόνηρος
περιπορεύομαι
περιπόρφυρος
περιποτάομαι
περιπρό
περιπροχέομαι
περιπταίω
περιπτίσσω
περίπτυγμα
περίπτυξις
περιπτύσσω
περιπτυχαί
περιπτυχής
περίπτωμα
περίπυστος
View word page
περι-πρό
περι-πρόorπέριπροadv extremely, especiallyIl. Call. AR.

ShortDef

very much, especially

Debugging

Headword:
περιπρό
Headword (normalized):
περιπρό
Headword (normalized/stripped):
περιπρο
IDX:
32306
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32307
Key:
περιπρό

Data

{'headword_display': '<b>περι-πρό</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>περι-πρό<VL><Lbl>or</Lbl><FmHL>πέριπρο</FmHL></VL></HL><PS>adv</PS></vHG> <advS1><Tr>extremely, especially</Tr><Au>Il. Call. AR.</Au></advS1></AdvE>', 'key': 'περιπρό'}