Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιπλῡ́νω
περιπλώω
περιπνέω
περιποιέω
περιποίκιλος
περιπόλαρχος
περιπολέω
περιπόλιον
περιπολλόν
περίπολοι
περιπόνηρος
περιπορεύομαι
περιπόρφυρος
περιποτάομαι
περιπρό
περιπροχέομαι
περιπταίω
περιπτίσσω
περίπτυγμα
περίπτυξις
περιπτύσσω
View word page
περι-πόνηρος
περι-πόνηροςονadjπονηρός of a personvery wickedAr.

ShortDef

very rascally

Debugging

Headword:
περιπόνηρος
Headword (normalized):
περιπόνηρος
Headword (normalized/stripped):
περιπονηρος
IDX:
32302
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32303
Key:
περιπόνηρος

Data

{'headword_display': '<b>περι-πόνηρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>περι-πόνηρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πονηρός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>very wicked</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'περιπόνηρος'}