Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περίπλεως
περιπληθής
περιπλήθω
περιπλοκή
περιπλόμενος
περίπλοος
περιπλῡ́νω
περιπλώω
περιπνέω
περιποιέω
περιποίκιλος
περιπόλαρχος
περιπολέω
περιπόλιον
περιπολλόν
περίπολοι
περιπόνηρος
περιπορεύομαι
περιπόρφυρος
περιποτάομαι
περιπρό
View word page
περι-ποίκιλος
περι-ποίκιλοςονadjποικίλος of an animal's tailspotted all roundX.

ShortDef

variegated

Debugging

Headword:
περιποίκιλος
Headword (normalized):
περιποίκιλος
Headword (normalized/stripped):
περιποικιλος
IDX:
32296
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32297
Key:
περιποίκιλος

Data

{'headword_display': '<b>περι-ποίκιλος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>περι-ποίκιλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ποικίλος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of an animal's tail</Indic><Tr>spotted all round</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>", 'key': 'περιποίκιλος'}