Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περίπλευρος
περιπλέω
περίπλεως
περιπληθής
περιπλήθω
περιπλοκή
περιπλόμενος
περίπλοος
περιπλῡ́νω
περιπλώω
περιπνέω
περιποιέω
περιποίκιλος
περιπόλαρχος
περιπολέω
περιπόλιον
περιπολλόν
περίπολοι
περιπόνηρος
περιπορεύομαι
περιπόρφυρος
View word page
περι-πνέω
περι-πνέωcontr.vb of breezesblow aroundan islandPi.

ShortDef

to breathe round

Debugging

Headword:
περιπνέω
Headword (normalized):
περιπνέω
Headword (normalized/stripped):
περιπνεω
IDX:
32294
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32295
Key:
περιπνέω

Data

{'headword_display': '<b>περι-πνέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>περι-πνέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of breezes</Indic><Tr>blow around</Tr><Obj>an island<Au>Pi.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'περιπνέω'}