Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιπλέκω
περιπλευμονίᾱ
περίπλευρος
περιπλέω
περίπλεως
περιπληθής
περιπλήθω
περιπλοκή
περιπλόμενος
περίπλοος
περιπλῡ́νω
περιπλώω
περιπνέω
περιποιέω
περιποίκιλος
περιπόλαρχος
περιπολέω
περιπόλιον
περιπολλόν
περίπολοι
περιπόνηρος
View word page
περι-πλῡ́νω
περι-πλῡ́νωvb washw.acc.a wounded manthoroughly cleanD.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιπλῡ́νω
Headword (normalized):
περιπλῡ́νω
Headword (normalized/stripped):
περιπλυνω
IDX:
32292
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32293
Key:
περιπλῡ́νω

Data

{'headword_display': '<b>περι-πλῡ́νω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>περι-πλῡ́νω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>wash<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>a wounded man</Prnth>thoroughly clean</Tr><Au>D.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'περιπλῡ́νω'}