Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
περιπλάσσω
περίπλεκτος
περιπλέκω
περιπλευμονίᾱ
περίπλευρος
περιπλέω
περίπλεως
περιπληθής
περιπλήθω
περιπλοκή
περιπλόμενος
περίπλοος
περιπλῡ́νω
περιπλώω
περιπνέω
περιποιέω
περιποίκιλος
περιπόλαρχος
περιπολέω
περιπόλιον
περιπολλόν
View word page
περιπλόμενος
περιπλόμενος
ep.aor.2 mid.ptcpl.
see
περιπέλομαι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
περιπλόμενος
Headword (normalized):
περιπλόμενος
Headword (normalized/stripped):
περιπλομενος
IDX:
32290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32291
Key:
περιπλόμενος
Data
{'headword_display': '<b>περιπλόμενος</b>', 'content': '<XE><RefFm>περιπλόμενος<LblR>ep.aor.2 mid.ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>περιπέλομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'περιπλόμενος'}