Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιπίτνω
περιπλανάομαι
περιπλάσσω
περίπλεκτος
περιπλέκω
περιπλευμονίᾱ
περίπλευρος
περιπλέω
περίπλεως
περιπληθής
περιπλήθω
περιπλοκή
περιπλόμενος
περίπλοος
περιπλῡ́νω
περιπλώω
περιπνέω
περιποιέω
περιποίκιλος
περιπόλαρχος
περιπολέω
View word page
περι-πλήθω
περι-πλήθωvb of herdsabound, teemw. cattleTheoc.

ShortDef

to be quite full

Debugging

Headword:
περιπλήθω
Headword (normalized):
περιπλήθω
Headword (normalized/stripped):
περιπληθω
IDX:
32288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32289
Key:
περιπλήθω

Data

{'headword_display': '<b>περι-πλήθω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>περι-πλήθω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of herds</Indic><Tr>abound, teem<Expl>w. cattle</Expl></Tr><Au>Theoc.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'περιπλήθω'}