Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιπήγνῡμι
περιπίμπλαμαι
περιπίμπρημι
περιπίπτω
περιπίτνω
περιπλανάομαι
περιπλάσσω
περίπλεκτος
περιπλέκω
περιπλευμονίᾱ
περίπλευρος
περιπλέω
περίπλεως
περιπληθής
περιπλήθω
περιπλοκή
περιπλόμενος
περίπλοος
περιπλῡ́νω
περιπλώω
περιπνέω
View word page
περί-πλευρος
περί-πλευροςονadjπλευρᾱ́ of a breastplateencasing the flanksE.

ShortDef

covering the side

Debugging

Headword:
περίπλευρος
Headword (normalized):
περίπλευρος
Headword (normalized/stripped):
περιπλευρος
IDX:
32284
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32285
Key:
περίπλευρος

Data

{'headword_display': '<b>περί-πλευρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>περί-πλευρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πλευρᾱ́</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a breastplate</Indic><Tr>encasing the flanks</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'περίπλευρος'}