Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιπευκής
περιπήγνῡμι
περιπίμπλαμαι
περιπίμπρημι
περιπίπτω
περιπίτνω
περιπλανάομαι
περιπλάσσω
περίπλεκτος
περιπλέκω
περιπλευμονίᾱ
περίπλευρος
περιπλέω
περίπλεως
περιπληθής
περιπλήθω
περιπλοκή
περιπλόμενος
περίπλοος
περιπλῡ́νω
περιπλώω
View word page
περιπλευμονίᾱ
περιπλευμονίᾱᾱςfπλεύμων inflammation of the lungsPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιπλευμονίᾱ
Headword (normalized):
περιπλευμονίᾱ
Headword (normalized/stripped):
περιπλευμονια
IDX:
32283
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32284
Key:
περιπλευμονίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>περιπλευμονίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>περιπλευμονίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>πλεύμων</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>inflammation of the lungs</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'περιπλευμονίᾱ'}